- μεσόσφαιρος
- μεσό-σφαιρος, ον,A of middle globular size, Peripl. M.Rubr.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόσφαιρος — μεσόσφαιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον το μεσαίο είδος τού ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σφαιρος… … Dictionary of Greek
μεσόσφαιρον — μεσόσφαιρος of middle globular size masc/fem acc sg μεσόσφαιρος of middle globular size neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek